- αβγολογώ
- (-άω) [αβγολόγος]1. αγοράζω αβγά από τούς ορνιθώνες και τά μεταπουλώ2. μαζεύω (ή και κλέβω) τα αβγά από τις φωλιές τούς3. αναζητώ το προσφώλι (λέγεται για την κότα όταν πρόκειται να γεννήσει)4. εξετάζω την κότα με το δάχτυλο για να δω αν έχει αβγό5. (ενεργ. και μέσ.) λέγεται για την κότα που κακαρίζει συνεχώς όταν πρόκειται να γεννήσει6. μέσ. κομπάζω.
Dictionary of Greek. 2013.